Το πρωί έφυγε από το σπίτι του όπως όλα τα άλλα πρωινά. Φίλησε τη σύντροφό του και την κορούλα του, κάνοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια να μην προδοθεί και αφήσει και φανεί κάτι από τα σφοδρά συναισθήματα που συντάραζαν την ψυχή του. Και το κατάφερε.
Μόνο για μια στιγμή, εκεί στο κατώφλι της πόρτας, κόντεψε να χάσει τον αυτοέλεγχό του, όταν η Μαρία τον ρώτησε τι φαγητό θα ήθελε να του φτιάξει το βράδυ. «Έχει μείνει λίγο λαρδί από την Κυριακή, θέλεις να σου το κάνω με φασόλια που σ’ αρέσει;», είπε, κι εκείνον τον έπνιξε ένα κύμα συγκίνησης, που ανέβηκε ορμητικό από τα σωθικά του. Έγνεψε καταφατικά αντί για άλλη απάντηση, ανίκανος να προφέρει έστω και μια λέξη χωρίς να ξεσπάσει σε κλάματα. Της έκανε αντίο με το χέρι κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Στάθηκε ένα λεπτό στο κεφαλόσκαλο να συνέλθει, σκούπισε τα μάτια του που είχαν πλημμυρίσει δάκρυα. «Καημενούλες μου, τι θ’ απογίνετε;» αναστέναξε. Κατέβηκε αργά τα σκαλοπάτια και βγήκε στο δρόμο. Ο καιρός ήταν μουντός και φυσούσε ένα ελαφρό αλλά παγωμένο αεράκι. Σήκωσε τα πέτα του χιλιοφορεμένου ντρίλινου πανωφοριού του, έβαλε τα χέρια στις τσέπες και κίνησε. Δεν πήρε όμως την κατεύθυνση για τη δουλειά του ως συνήθως, παρά κατηφόρισε προς το ποτάμι. Πέρασε στην αντίπερα όχθη και βάδισε κατά μήκος της προκυμαίας με κατεύθυνση το μέγαρο της Βουλής. Όχι πολύ μακριά από εκεί είχε νοικιάσει την προηγούμενη ένα δωμάτιο σε ένα μικρό ξενοδοχείο και είχε εναποθέσει τα σύνεργά του.
***
Μόλις βρέθηκε μόνος στο δωμάτιο, στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Είχε αρκετό χρόνο μπροστά του, αλλά ήθελε να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα. Άνοιξε την τσάντα του κι έβγαλε από μέσα μερικά φυσίγγια δυναμίτη. Τα έστησε όρθια στο πάτωμα, κολλητά το ένα στο άλλο, έτσι που να σχηματίζουν δέσμη και σφήνωσε ανάμεσά τους ένα πυροκροτητή από βροντώδη υδράργυρο, που τον συνέδεσε με ένα φυτίλι. Έδεσε σφιχτά γύρω-γύρω τα φυσίγγια με ένα χοντρό σπάγκο και ύστερα τα τύλιξε προσεκτικά σε μια εφημερίδα, αφήνοντας μόνο να βγαίνει η άκρη του φυτιλιού από ένα μικρό άνοιγμα. Έχωσε την αυτοσχέδια βόμβα στην τσάντα του και σηκώθηκε. «Πάει κι αυτό», έκανε με ανακούφιση τρίβοντας τα χέρια του. Πήρε τη μοναδική καρέκλα του δωματίου, την έφερε κοντά στο τραπέζι και κάθισε. Έβγαλε από τη μέσα τσέπη του σακακιού του ένα σημειωματάριο μαζί με ένα κοντό μολύβι και το άνοιξε πάνω στο τραπέζι. Σάλιωσε το μολύβι με τη γλώσσα του κι άρχισε να γράφει.
***
Όλη του η ζωή δεν ήταν παρά μια διαδοχή από αποτυχίες και απογοητεύσεις. Από όταν ανοίχτηκαν τα μάτια του στον κόσμο, η φτώχια είχε πάντα σταθεί η πιο πιστή του σύντροφος. Ότι κι αν είχε δοκιμάσει για να ξεφύγει από τις δαγκάνες της είχε αποβεί μάταιο. Παιδί ακόμα εγκατέλειψε την ιδιαίτερη πατρίδα του στις Αρδέννες και ανέβηκε στο Παρίσι για να βρει την τύχη του. Από την αρχή όμως τα πράγματα του πήγαν στραβά. Εντελώς απένταρος όπως ήταν, αναγκάστηκε να κλέψει κάτι για να φάει, αλλά τον έπιασαν κι έτσι κατέληξε στη φυλακή.
***
Μετά την αποφυλάκισή του έκανε όλες τις δουλειές. Έγινε με τη σειρά: βοηθός ζαχαροπλάστη, σιδηρουργός, βυρσοδέψης, τσαγκάρης. Αυτά που έβγαζε όμως, μόλις και μετά βίας του έφταναν για να μην πεθάνει στην πείνα. Όταν μάλιστα γνώρισε τη Μαρία κι άρχισαν να ζουν μαζί κι όταν μετά από λίγο γεννήθηκε και το κοριτσάκι τους, τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο. Η αδυναμία του να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειάς του τον έφερνε σε απόγνωση. Το μόνιμο αίσθημα κατωτερότητας που τον κατείχε, τον έκανε να θεωρεί πάντα τον εαυτό του σαν τον πρώτο υπεύθυνο για κάθε αναποδιά που του τύχαινε στη ζωή του.
Μετά από αλλεπάλληλες, άκαρπες προσπάθειες για να καλυτερέψει τη μοίρα του, είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο απελπισίας, που σκεφτόταν να αυτοκτονήσει. Αυτό που τον κράτησε να μην το κάνει ήταν μια μεταστροφή που σιγά-σιγά συντελέστηκε στην αντίληψή του για τη ζωή. Καθώς δηλαδή ο καιρός περνούσε και η πίκρα στάλα-στάλα σωρευόταν στην καρδιά του, ένα συναίσθημα οργής άρχισε να παίρνει ρίζες και να φουντώνει στα σωθικά του.
Άξαφνα όλο του το είναι έμοιαζε να επαναστατεί ενάντια στην κακή του μοίρα και μαζί μ’ αυτήν σε ό,τι άλλο τριγύρω του στον κόσμο συνέτεινε στο να τον κρατά βυθισμένο στην εξαθλίωση. Συνειδητοποιούσε ότι η υποθετική ακαματωσύνη του δεν αρκούσε για να εξηγήσει την αθλιότητα της κατάστασής του, που άλλωστε τη μοιραζόταν με εκατομμύρια άλλους ανθρώπους στον κόσμο. Του γινόταν φανερό πως το γεγονός ότι παρ’ όλες του τις προσπάθειες δεν κατάφερνε να δει μια άσπρη μέρα, ότι παρά την πολύωρη, εξοντωτική καθημερινή δουλειά δεν κατόρθωνε να εξασφαλίσει στην γυναίκα και το παιδί του μια αξιοπρεπή ύπαρξη, δεν οφειλόταν στη δική του ανεπάρκεια, παρά αποτελούσε τη φυσική συνέπεια της λειτουργίας ενός κοινωνικού συστήματος βασισμένου στην εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας από μια κάστα πλουτοκρατών, πολιτικάντηδων, γραφειοκρατών και λοιπών προνομιούχων κατεργαρέων.
Στις συντροφιές των σοσιαλιστών, όπου σύχναζε εδώ και λίγο καιρό, άκουγε συχνά να μιλούν για τη μεγάλη επανάσταση, που θα σάρωνε, θα ανέτρεπε εκ βάθρων την αστική κοινωνία της ανισότητας και της εκμετάλλευσης και θα εγκαθιστούσε στη θέση της την κοινωνία της δικαιοσύνης και της αδελφοσύνης των λαών.
Κανείς όμως δεν ήξερε να πει πότε θα ερχόταν αυτή η μέρα. Θα έπρεπε, λοιπόν, να συνεχίσει να υπομένει την άχαρη ζωή του της κακομοιριάς και της ανέχειας, χωρίς άλλο στήριγμα από την εύθραυστη ελπίδα μια μελλοντικής δικαίωσης, που ο ίδιος μάλλον δε θα προλάβαινε να τη γευτεί; Όχι, δεν άντεχε να περιμένει άλλο. Της ποθητής αυτής επανάστασης ποθούσε να γίνει αυτός ο προπομπός. Δεν είχε φυσικά τη δύναμη να προκαλέσει μόνος του την πλατειά, τη μεγαλειώδη, παθιασμένη καταστροφή που θα άνοιγε το δρόμο στη νέα εποχή, μπορούσε όμως να προϊδεάσει τον κόσμο για την εκπλήρωσή της, με μια πράξη συμβολική. Χτυπώντας την τάξη των εκμεταλλευτών μέσα στο ίδιο το άντρο της εξουσίας της. Η ιδέα αυτή ωρίμαζε μέσα του μέρα με τη μέρα και σήμερα είχε έρθει η στιγμή να την πραγματοποιήσει.
Κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε τρεις. Έπρεπε να πηγαίνει. Έβαλε ξανά στην τσέπη του το σημειωματάριο, πήρε από κάτω την τσάντα, έριξε μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο μην τυχόν κι είχε ξεχάσει τίποτα και βγήκε.
***
Την επομένη δεν υπήρχε χώρος στις σελίδες των εφημερίδων για άλλη είδηση: «Η έσχατη βεβήλωση! Η τρομοκρατία είχε χτυπήσει μέσα στην ίδια τη Βουλή! Την προηγούμενη το απόγευμα, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης των αντιπροσώπων του λαού, ένας άγνωστος είχε ρίξει μια βόμβα από το δεύτερο εξώστη. Η έκρηξη τραυμάτισε κάποιους βουλευτές κι έσπειρε τον πανικό στους παρευρισκομένους. Η αστυνομία προέβη αμέσως σε μαζικές συλλήψεις ανάμεσα στους κύκλους των αναρχικών, λίγες ώρες όμως αργότερα, ο δράστης παρουσιάστηκε αυτοβούλως στις αρχές και ομολόγησε την αποτρόπαια πράξη του».
Η δίκη του έγινε λίγο καιρό αργότερα. Όλα ήταν προδιαγραμμένα. Η τιμωρία θα έπρεπε να είναι παραδειγματική. Από το ύψος της έδρας του, ο πρόεδρος του δικαστηρίου κατακεραύνωσε τον κατηγορούμενο με τα λόγια: «Τα χέρια σας, κύριε, είναι κόκκινα από το αίμα!»
Μα εκείνος τον κοίταξε ήρεμα.
«Όχι τόσο όσο η τήβεννος σας, κύριε Πρόεδρε», απάντησε με φωνή που δεν είχε ούτε υποψία ειρωνείας. «Εσείς έχετε στείλει στο θάνατο δεν ξέρω πόσους ανθρώπους, ενώ εγώ δε σκότωσα κανένα και ούτε είχα πρόθεση να σκοτώσω. Αν πράγματι το επιθυμούσα, θα είχα βάλει μύδρους μες στη βόμβα μου».
***
Τον καταδίκασαν σε θάνατο. Στο άκουσμα της απόφασης στράφηκε προς το ακροατήριο και φώναξε: «Ζήτω η Επανάσταση!»
Τον εκτέλεσαν λίγες μέρες αργότερα. Ο τάφος του στο νεκροταφείο του Ιβρύ έγινε τόπος λαϊκού προσκυνήματος. Άντρες, γυναίκες και παιδιά περνούσαν κάθε μέρα και απόθεταν, άλλος μια μαύρη ή μια τρίχρωμη ταινία και άλλος πάλι ένα χαιρετισμό, ένα μήνυμα ή κάποιο ποίημα. Για κάμποσο καιρό, μπορούσε ακόμα να δει κανείς γραμμένη με κιμωλία πάνω στην πλάκα, με αδέξια, παιδικά γράμματα, μια φράση που έλεγε: «Εγώ τώρα είμαι παιδί, μα σαν μεγαλώσω, θα κάνω αυτό που δεν πρόλαβες εσύ».
Ο.Η.
(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ φύλλο 43, Οκτώβριος 2005)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου